- αποχωρητήριο(ν)
- τό1) уборная, туалет; 2) сквернослов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποχωρητήριο — το μέρος όπου οι άνθρωποι αποβάλλουν τις ακαθαρσίες τους, ο απόπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχωρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αποχωρητήριο — το απόπατος, τουαλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουαλέτα — η, Ν 1. ειδικό έπιπλο με καθρέφτη, όπου τοποθετούνται όλα τα είδη τού γυναικείου καλλωπισμού 2. ξεχωριστό δωμάτιο για το ντύσιμο και τον καλλωπισμό μιας γυναίκας 3. πολυτελές βραδινό γυναικείο φόρεμα 4. η φροντίδα για την καθαριότητα και το… … Dictionary of Greek
άφοδος — ἄφοδος, η (Α) [οδός] 1. αναχώρηση, απομάκρυνση 2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος 3. επάνοδος, επιστροφή 4. υποχώρηση 5. αποχωρητήριο 6. περίττωμα … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
ανακουφιστήριο — το αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακουφίζω. Η λ. κατ ευφημισμό. Μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποχώρηση — η (AM ἀποχώρησις) απομάκρυνση, αναχώρηση νεοελλ. 1. χωρισμός 2. παραίτηση αρχ. 1. τόπος καταφυγής ή μέσα ασφάλειας 2. άδειασμα, κένωση 3. έκκριση, έκκριμα, περιττώματα 4. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο … Dictionary of Greek
απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αφεδρώνας — ο (Α ἀφεδρών) [άφεδρος] ο πρωκτός αρχ. το αποχωρητήριο … Dictionary of Greek
αφοδευτήριο — το (Μ ἀφοδευτήριον) [αφοδεύω] αποχωρητήριο … Dictionary of Greek
εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… … Dictionary of Greek